26/10/12

Η Ιστορία της Λατέρνας




Η ιστορία της λατέρνας (la torno=αυτό που γυρίζει) χάνεται στο χρόνο.

Απόγονος μιας ολόκληρης κληρονομιάς αυτομάτων οργάνων, σε μια κοινωνία όπου οι κατασκευαστές χαίρονταν  την εκτίμηση της άρχουσας τάξης.
Ιστορικά είναι από τα πιο θαυμαστά τεχνολογικά επιτεύγματα του ανθρώπου. Σε αξιόπιστες καταγραφές του Μεσαίωνα  έχουν αναφερθεί οι πρώτες αυτόματες μουσικές κατασκευές από τον Ήρωνα (1ος αιώνας π.Χ.), που δωρίθηκαν σε αυτοκράτορες του Βυζαντίου και Χαλίφηδες της Βαγδάτης.

Από το 1650 και μετά υπήρχε κατασκευαστικός οργασμός  που ξεπερνούσε κάθε φαντασία:μηχανικά πουλιά σε κλουβιά  που κελαηδούσαν ,μουσικοί – μηχανές που με πολύπλοκους μοχλούς κουνούσαν τα δάχτυλά τους επάνω σε τσέμπαλα, ,μηχανικοί μάγοι που έριχναν τα ζάρια ή τα χαρτιά σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής,μουσικά ποτήρια που συνόδευαν τον πότη με μουσική κάθε φορά που σήκωνε το ποτήρι…



Όλες αυτές οι όμορφες ιδέες είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τρία μουσικά κατασκευάσματα από τρεις διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης με σκοπό να μεταφέρουν τη μουσική  από τους ευγενείς και τους αυτοκράτορες, στους απλούς ανθρώπους.
Αυτό έγινε στις αρχές του 1800 με το οργανέτο (barrel organ) στο Μαύρο δάσος της Βαυαρίας, με το μουσικό κουτί (music box) στα ορεινά χωριά της Ελβετίας και με τη γνωστή λατέρνα (barrel piano) στην Αγγλία.


 
                                              Μουσικό Κουτί
                                                                                                                     

Η πρώτη λατέρνα κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευαστή πιάνων στο Bristol της Αγγλίας, ο οποίος έβγαλε τα πλήκτρα και τα αντικατέστησε με έναν κύλινδρο με καρφιά. Κυκλοφόρησε στο Βέλγιο, στη Γαλλία, Βόρεια Ιταλία και στις Ανατολικές Πολιτείες της Αμερικής.
Είχε μια εκρηκτική εξάπλωση, ειδικά στις Ελληνικές παροικίες και κέντρα, δηλαδή στη Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βουκουρέστι .... με τεχνίτες Έλληνες Ορθόδοξους και καθολικούς και αρκετούς Αρμένιους, που έγραψαν Ελληνική  και Ευρωπαϊκή μουσική.


   ΙΩΣΗΦ ΑΡΜΑΟΣ
                                                                                                         

Γύρω στα 1880 δύο πολύ καλοί φίλοι με έντονες μουσικές και κατασκευαστικές δεξιότητες ο Έλληνας ΙΩΣΗΦ ΑΡΜΑΟΥ και ο Ιταλός JUGEPE TURCONIέφτιαξαν στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη ελληνική λατέρνα.  Ο Turconi ασχολιόταν με το κατασκευαστικό κομμάτι ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το «σταμάτημα» των τραγουδιών.  Είχε το σχήμα μεγάλου κιβωτίου που μπορούσε να κουβαληθεί στις πλάτες  και συνήθως ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να χωράει εννέα τραγούδια.

Η λατέρνα μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό,
τηλεόραση…. Ο κόσμος με τη λατέρνα ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, τραγούδησε….Γράφτηκαν σ αυτήν τραγούδια Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα. Εθνικά εμβατήρια , ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό.




Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός, γιατί σε σχέση με τον τότε πληθυσμό είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα.


Υπήρχαν δύο ομάδες ειδικοτήτων: οι πρώτοι οι «Οργανοποιοί» που κατασκεύαζαν το όργανο και οι δεύτεροι  οι «Σταμπαδόροι»  ή «καρφωτές» που έκαναν τα τραγούδια. Κάθε νέο τραγούδι γινόταν επιτυχία μετά το «σταμπάρισμά» του στον κύλινδρο.
 Γνωστά ονόματα: Τουρκόνι, Αρμάο, Γεωργίου, Καρμέλλο, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου, Φωτίου,….άνθρωποι που γνώρισαν τεράστια δόξα στο χώρο αυτό. Διασημότερος καρφωτής υπήρξε ο Νίκος Αρμάος.

Ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό της λατέρνας ήταν και το στόλισμά της. Υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν  στολίδια και άλλα είδη γι αυτήν. Υπήρχαν δερμάτινα και  βελούδινα σκεπάσματα με ρέλι, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις με 2 κοπέλες να κρατούν την ελληνική σημαία, ή παραστάσεις από μάχες του 1821. Κύριο βάρος στο στολισμό της λατέρνας είχαν οι χάντρες, τα κομπολόγια και οι εικόνες.  Η εικόνα που είχαν στη μέση, ήταν σχεδόν πάντοτε της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζας Εσκενάζυ.




Με την εμφάνιση του γραμμοφώνου και του ραδιοφώνου αρχίζει να παραγκωνίζεται σαν μέσο διασκέδασης του κοινού και να μπαίνει στο περιθώριο. Τέλος η δικτατορία του Μεταξά απαγορεύει το ρεμπέτικο τραγούδι και μαζί μ αυτό θέτει «εκτός νόμου» και τη λατέρνα. Τα όργανα μαζεύονται από το δρόμο, και αποσύρονται στις αποθήκες.

Η λατέρνα άρχισε να γνωρίζει πάλι δόξες όταν ο Φιλοποίμην Φίνος γυρίζει δύο ταινίες όπου πρωταγωνιστεί:  το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» το 1955 και το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» το 1957, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου με τους Αυλωνίτη, Φωτόπουλο, Καρέζη, Αλεξανδράκη.

Η υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι τυπωμένη στον κύλινδρο από τον Νίκο Αρμάο ενθουσιάζει τον κόσμο. Η λατέρνα γίνεται και πάλι μόδα. Η λατέρνα μπαίνει στο soundrack κι άλλων ταινιών, όπως το «Ποτέ την Κυριακή», «Τα κόκκινα φανάρια» ακόμα και ξένων παραγωγών όπως το «Απόδραση στην Αθήνα».

Οι λατέρνες πλέον αποτελούν συλλεκτικά κομμάτια. Κάποιες κοσμούν ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη και την Αμερική. Μαζί με τα όργανα χάθηκαν σιγά – σιγά και οι τεχνίτες της λατέρνας. Το 1978 ο Νίκος Αρμάος έλεγε: «Εγώ την αγαπάω σαν παιδί μου, σα να τη γέννησα εγώ, αλλά δεν τη βλέπω να έχει πιότερη ζωή από τη δική μου». Στις 14 Μαΐου 1979 ο Νίκος Αρμάος πεθαίνει.
Τη σκυτάλη παίρνει ο 65χρονος τότε, γιος του Τζούλιος και συνεχίζει μέχρι το δικό του θάνατο το Φεβρουάριο του 1995.