21/12/13

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες




Christmas Comments Pictures

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ


Της Κατερίνας Παναούση


Είναι παραμονή Χριστουγέννων και το χιόνι πέφτει πυκνό. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρό μου.
Είναι τόσο όμορφο το κάτασπρο τοπίο. Μέσα κάνει ζέστη κι εγώ σκέφτομαι ότι έξω κάνει πολύ κρύο.
Τι να κάνουν οι φτωχές οικογένειες άραγε;
Μετά από λίγο ντύθηκα ζεστά και βγήκα να κάνω μια βόλτα. Χωρίς να το καταλάβω πήρα το δρόμο για τη φτωχογειτονιά της πόλης μας. Σκεφτόμουν πόσο δυστυχισμένοι και λυπημένοι θα είναι οι κάτοικοί της τώρα. Άρχισα να παρακαλάω το Χριστό: «Αυτές τις γιορτινές ημέρες να περάσουν όλοι καλά».
Όταν κόντεψα στα στενά δρομάκια της φτωχογειτονιάς, τα οποία ήτανε όλο λακκούβες γεμάτες νερό, τα μάτια μου έπεσαν σε ένα μικρό κοριτσάκι που έκλεγε. Η μητέρα του προσπαθούσε να το κάνει να σταματήσει λέγοντάς του κάτι. Τα μάτια του όμως συνέχιζαν να δακρύζουν. Τότε το άκουσα να ψιθυρίζει: «Μαμά κρυώνω και πεινάω».
Εγώ δεν άντεξα κι έφυγα τρέχοντας. Μπήκα στο σπίτι με βαριά καρδιά. Ο πατέρας μου με κοίταξε και κατάλαβε ότι κάτι με στενοχώρησε. Τότε άρπαξα την ευκαιρία και του είπα ό,τι είχα ακούσει στη φτωχογειτονιά. Ο πατέρας μου κατάλαβε τι ζητούσα σιωπηλά. «Πάμε στα μαγαζιά;» με ρώτησε. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που θα δίναμε λίγη ευτυχία στη μικρούλα.
Μετά από λίγες ώρες πήγαμε στη φτωχογειτονιά. Θυμόμουν το σπιτάκι τους, γιατί ήταν το πιο μικρό. Χτυπήσαμε την πόρτα και περιμέναμε με αγωνία. Όταν άνοιξε, στην πόρτα ήταν η μικρούλα. Μας κοίταξε με απορία και φώναξε τη μητέρα της. Εγώ τότε έσκυψα και της έδωσα αυτό που κρατούσα. Την πιο όμορφη κούκλα που είδα ποτέ μου. Τα μάτια και το προσωπάκι της έλαμψαν από ευτυχία. Η μητέρα της κοίταζε κι αυτή όλο απορία. Ο πατέρας μου της εξήγησε και της ζήτησε να δεχτεί τα ψώνια που κάναμε. Η μητέρα του κοριτσιού μας ζήτησε να περάσουμε μέσα. Έκανε τόσο κρύο.
Μέσα σε λίγη ώρα μάθαμε πως το κοριτσάκι ήταν ορφανό από πατέρα και πως οι δυο τους ήταν μόνες στον κόσμο. Η μητέρα της έψαχνε δουλειά, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να βρει. Ο πατέρας μου τότε έγραψε τη διεύθυνσή μας σ’ ένα χαρτάκι και της την έδωσε, για να ‘ρθουν να περάσουν μαζί μας τα Χριστούγεννα. Ευτυχώς δέχτηκαν.
Τις επόμενες μέρες ο πατέρας μου της είχε βρει ήδη μια δουλειά, για να μπορούν κι αυτοί να ζουν καλύτερα!

Christmas Comments Pictures

ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ



Της Μαρίας Γουμενοπούλου

Από το βιβλίο «Να τα πούμε; Να τα πείτε!»

Παραμονές Πρωτοχρονιάς. Ο Θανασάκης, μέρες τώρα σκεφτόταν το γράμμα που έπρεπε να ετοιμάσει για τον Αϊ Βασίλη. Το είχε κάνει και πέρυσι αυτό και όταν έφτασε η νύχτα της Πρωτοχρονιάς, ο Αϊ Βασίλης, την ώρα που εκείνος κοιμόταν, ήρθε κι άφησε πλάι στο κρεβατάκι του το παιχνίδι που είχε ζητήσει: Ένα πανέμορφο αυτοκίνητο, ίδιο με τ’ αληθινά. Με τιμόνι, με ρόδες, με καθίσματα. Τίποτα δεν του έλειπε.
Φέτος ο Θανασάκης θα ζητήσει από τον Αϊ Βασίλη ένα καράβι. Του αρέσουν πολύ τα καράβια. Από το καλοκαίρι που ταξίδεψε και πήγε στο νησί με το καράβι, από τότε του μπήκε επιθυμία στην καρδιά του ν’ αποκτήσει ένα καράβι δικό του.
-         Μαμά, πότε θα γράψουμε το γράμμα στον Αϊ Βασίλη;
-         Καλά που το θυμήθηκες, Θανασάκη, είπε εκείνη χαμογελώντας. Φέρε μολύβι και χαρτί, γιατί καθυστερήσαμε κιόλας. Δε μου είπες όμως τι δώρο θέλεις να σου φέρει ο Αϊ Βασίλης; Έχεις αποφασίσει;
-         Μαμά, λες να έχει καράβια ι Αϊ Βασίλης;
-         Βεβαίως και έχει. Απ’ όλα έχει για τα καλά παιδιά.
-         Μόνο για τα παιδιά; Για τον εαυτό του δεν έχει;
-         Μα τι θέλεις να πεις; Δεν καταλαβαίνω.
-         Να, σκέφτομαι ότι αφού είναι τόσο πλούσιος ο Αϊ Βασίλης και δίνει δώρα στα παιδιά, θα έχει και για τον εαυτό του ό,τι επιθυμεί. Θα έχει, δηλαδή, δικό του αληθινό καράβι, αληθινό αυτοκίνητο, ίσως και ελικόπτερο.
-         Όχι, όχι, κάνεις λάθος, Θανασάκη. Ο Αϊ Βασίλης δεν έχει τίποτε απ’ όλα αυτά. Βλέπεις, όλα τα λεφτά τα χαλάει για τα παιδιά και ο ίδιος είναι φτωχός.
Η μητέρα πήρε το χαρτί κι έγραψε το γράμμα του της υπαγόρευσε ο Θανάσης.

Σεβαστέ κι αγαπημένε μου Αϊ Βασίλη,
Είμαι ο Θανασάκης. Σε θυμάμαι πάντα με αγάπη. Φέτος θέλω να μου φέρεις ένα καράβι…  

Ο Θανασάκης σταμάτησε. Η μαμά του ρώτησε:
-         Ναι; Τι καράβι θέλεις να γράψω;
-         Τίποτα, τίποτα. Ένα καράβι.
Ντράπηκε να πει το πιο μεγάλο καράβι που μπορούσε να γίνει. Αφού ο Αϊ Βασίλης δεν ήταν πλούσιος, ήταν ντροπή να ζητάει κανείς πολύ ακριβά δώρα.
-         Ωραία, είπε η μητέρα. Έβαλε από κάτω το όνομα του παιδιού κι έκλεισε το φάκελο. Μόλις βγω έξω, πρόσθεσε, θα το ταχυδρομήσω.
Τ’ απόγευμα ο Θανασάκης με τη μητέρα του πήγαν στα ξαδελφάκια του, τη Λίνα και τον Πετρή.
-         Εμένα, μου είπε ο μπαμπάς μου πως φέτος θα μου φέρει ο Αϊ Βασίλης και κούκλα και κρεβατάκι, για να κοιμάται, και ηλεκτρικό πλυντήριο, είπε επάνω στην κουβέντα η Λίνα.
-         Δεν του ζητάς και σαλονάκι και ηλεκτρική κουζίνα και σερβίτσια; θύμωσε ο Θανάσης.
-         Κι εμένα θα μου φέρει τρένο ηλεκτρικό, και CD ROM, καμάρωσε ο Πετρής.
-         Σαν πολλά δε ζητάς; Ρωτάς όμως πού θα τα βρει τόσα λεφτά ο καημένος ο Αϊ Βασίλης; Αν ήταν πλούσιος, θα είχε δικό του ελικόπτερο.
-         Άκου το γιο σου, Μαίρη, είπε η μαμά των παιδιών στη μητέρα του Θανασάκη. Έχει ψυχούλα μάλαμα το παιδί.
Πέρασαν οι μέρες. Ήρθε επιτέλους η παραμονή. Η κυρία Μαίρη, απορροφημένη από τις πολλές δουλειές της, δεν πρόσεξε το Θανασάκη που ήταν σκεφτικός εκείνη τη μέρα. Ούτε κι όταν τον βρήκε κλειδωμένο στο δωμάτιό του, σκέφτηκε να τον ρωτήσει γιατί κλείδωσε. Σαν βράδιασε, τον έλουσε, τον άλλαξε και τον έβαλε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί. Μόλις όμως έσβησε το φως και βγήκε από το δωμάτιο, εκείνος πετάχτηκε επάνω, γύρισε την άκρη από το στρώμα του και τράβηξε από κάτω ένα κλειστό φάκελο. Τον τοποθέτησε πάνω στο κομοδίνο του κι ευχαριστημένος ξανάπεσε στο κρεβάτι.Όταν γύρισε από τη δουλειά ο πατέρας του, φορτωμένος με πακέτα, είπε στη γυναίκα του.
-         Κοίταξε, Μαίρη. Λες ν’ αρέσει το καράβι που έστειλε ο Αϊ Βασίλης στο γιο μας;
-         Είναι τρέλα, είπε εκείνη. Θα ενθουσιαστεί. Πάω να το βάλω στο κομοδίνο του να το δει μόλις ξυπνήσει.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο του παιδιού είδε τον κλεισμένο φάκελο. Με περιέργεια τον πήρε στα χέρια της και διάβασε:
«Για τον Αϊ Βασίλη…»
-         Τι να του γράφει πάλι; αναρωτήθηκε και πηγαίνοντας στο σαλόνι έσκισε το φάκελο.
Σκεφτείτε την έκπληξή της όταν έβγαλε από μέσα χίλιες εβδομήντα δραχμές, σε κατοστάρικα, πενηντάρικα, εικοσάρικα και δεκάρικα κι ένα χαρτάκι που έλεγε:
«Είναι από τον κουμπαρά μου για ν’ αγοράσεις ένα δικό σου ελικόπτερο».
Γύρισε πίσω στο δωμάτιο του παιδιού, έσκυψε και το φίλησε στο μέτωπο. Ύστερα συγκινημένη μάζεψε από κάτω τα σπασμένα κομμάτια του πήλινου κουμπαρά, που ο Θανασάκης τον έσπασε για να κάνει δώρο στον Αϊ Βασίλη.     





Christmas Comments Pictures







13/9/13

Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης.






Το Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού ξεκίνησε ως διαγωνισμός ελαφρού τραγουδιού το 1959 υπό την αιγίδα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και οι τρεις πρώτες διοργανώσεις του έγιναν στην Αθήνα. Το 1962 μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου διεξαγόταν με τη συνδιοργάνωση του Ε.Ι.Ρ. (μετέπειτα Ε.Ρ.Τ.) και της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ενώ η αρίθμησή του ξεκινά εκ νέου από το 1962.






Βασισμένο στα πρότυπα του αντίστοιχου Ιταλικού φεστιβάλ ( γνωστό ως φεστιβαλ του Σαν Ρέμο), το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης πέρασε από διάφορες διακυμάνσεις .
Μέχρι το 1971 απαγορευόταν το μπουζούκι στην ενορχήστρωση των τραγουδιών αλλά και η  συμμετοχή συγκροτημάτων, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις στη δεκαετία του 1960 τα τραγούδια ερμηνεύονταν 2 φορές από διαφορετικούς καλλιτέχνες κάθε φορά, ώστε να τονισθεί η σύνθεση και όχι η ερμηνεία, έζησε στιγμές μεγάλης ακμής και παρακμής, ανέδειξε νέα ταλέντα τόσο σε επίπεδο ερμηνευτών όσο και συνθετών.

Η πορεία του διακόπηκε το 1997 έπειτα από 36 συνεχείς διοργανώσεις, όμως οι φορείς που το συντηρούσαν προχώρησαν στην ανασύστασή του το 2005. Από τότε ίσχυσε νέα αρίθμηση, ωστόσο το 2009 το Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού Θεσσαλονίκης σταμάτησε να διεξάγεται.

Ένα πρόσωπο που συνέδεσε άμεσα το όνομά του με το Φεστιβάλ ήταν αυτό του  Άλκη Στέα , ο οποίος παρουσίασε μόνος ή με συμπαρουσιάστριες 20 φεστιβάλ.





 

Βραβεία 1959 - 2009

 

 

 

 

 

  1959

Α¨βραβείο <<Κάπου υπάρχει η αγάπη μου>>(Νάνα Μούσχουρη / Μάνος Χατζιδάκις),

1960
Α’ βραβείο: «Κυπαρισσάκι» (Νάνα Μούσχουρη / Μάνος Χατζιδάκις), «Τιμωρία» (Νάνα Μούσχουρη / Μάνος Χατζιδάκις)

1961
Α’ βραβείο: «Απαγωγή» (  Μαίρη Λίντα /Μίκης Θεοδωράκης)





1962
Α’ βραβείο: «Οι αλυσίδες» (Καίτη Μπελίντα-Κώστας Γιαννίδης – Στέλιος Χριστοφίδης)Καίτη Μπελίντα-Κώστας Γιαννίδης

1963
Α’ βραβείο: «Πέταξε ένα πουλί» (Γιάννης Βογιατζής –   Νινή Ζαχά/ Κώστας Κλάβας – Αλέξης Αλεξόπουλος)







1964
Α’ βραβείο: «Ποιος!» (Νάντια Κωνσταντοπούλου – Κλειώ Δενάρδου / Νάντια Κωνσταντοπούλου – Τάκης Μωράκης)

1965
Α’ βραβείο: «Ήταν μεγάλη η νύχτα» (Σούλα Μπιρμπίλη / Γιάννης Κακρυλίδης –  Νότης Μαυρουδής– Γιώργος Κουρουπός)

1966
Α’ βραβείο: «Πανηγύρι» (Κλειώ Δενάρδου – Μαίρη Αλεξοπούλου / Γιώργος Μαυρομουστάκης – Κώστας Κλάβας)


1967
Α’ βραβείο: «Καλώς όρισες έρωτα» ( Σώτος Παναγόπουλος-¨Αντζελα Ζήλεια / Γιάννης Φερμάνογλου – Γιώργος Μούζακης)






1968
Α’ βραβείο: «Το καλοκαίρι εκείνο» (Νίκος Αντωνίου – Τώνης Στρατής / Χριστίνα Ντουβή –Τώνης Στρατής – Μενέλαος Σπάθης)

1969
Α’ βραβείο: «Πικρό παράπονο» (Δημήτρης Μπαξεβανάκης – Τζίμης Σταμπουλής / Αλέκος Σπάθης – ¨Ακης Σμυρναίος)

1970
Α’ βραβείο: «Αδέλφια μου αλήτες πουλιά» (Γιάννης Βογιατζής / στ: Ηλίας Λυμπερόπουλος – μ: Τόλης Βοσκόπουλος)
  
1971
Α’ βραβείο: «Παλιό κανόνι» (Γιάννης Πετρόπουλος / Γιώργος Μαυρομουστάκης – Αλέκος Γεωργιάδης)





 1972
Α’ βραβείο: «Αν ήμουν πλούσιος» (   Δώρος  Γεωργιάδης/ Σώτια Τσώτου – Δώρος Γεωργιάδης)








 1973
Α’ βραβείο: «Ο μπαρμπαλιάς» ( Δημήτρης Κοντολάζος/ στ: Δημήτρης Καραστάθης – μ: Πέτρος Ζέρβας)

1974
Α’ βραβείο: «Ποιος να ξέρει στο βλέμμα του πίσω τι κρύβει ο Θεός για μας» (Τώνη Βαβάτσικος / Τώνη Βαβάτσικος)






1975
Α’ βραβείο: «Σαν ένα όνειρο» ( Ρόμπερτ Ούιλλιαμς -Μπέσυ Αργυράκη / Ρόμπερτ Ούιλλιαμς)

1976
Α’ βραβείο: «Άσπρα πουλιά» (Μαρία Δουράκη / Θανάσης Νανόπουλος), «Χίλιες φορές» (Κωστής Χρήστου /Ρόνη Σοφού-Αντώνης Πετρίδης)



1977
Α’ βραβείο: «Ας κάνουμε απόψε μια αρχή» (Αννα Βίσση-Δώρος Γεωργιάδης)

1978
Α’ βραβείο: «Κράτα με» (– Χριστιάνα- Τάκης Αντωνιάδης / Χρυσούλα Ιωαννίδου – Ζακ Ιακωβίδης)

1979
Α’ βραβείο: «Αν ξανακατεβείς Χριστέ τη γη» ( Γιώργος Πολυχρονιάδης/ Σάσα Μανέτα- Γιώργος Πολυχρονιάδης)

1980
Α’ βραβείο: «Της γιαγιάς τα παραμύθια» (Τζίνα Σπηλιωτοπούλου/ Σπύρος Ιωαννίδης)

1981
Α’ βραβείο: «Μια αγάπη σαν κι αυτή» (Ελένη Δήμου / Σάσα Μανέτα)

Δεν δόθηκαν βραβεία
1983
Α’ βραβείο: «Ήλιε μου» (Πέτρος Καράλης / Βασίλης Τσερέλης)

1984
Α’ βραβείο: «Χαμένη ισορροπία» (Σοφία Βόσσου/ Σοφία Βόσσου)

1985
Α’ βραβείο: «Μελαγχολικές Κυριακές» (Χρήστος Δάλκος / Χρήστος Δάλκος), «Ελαφάκι μου» (Φωτεινή Βάζου / Θέμης Δημητρακόπουλος)

1986
Α’ βραβείο: «Σαλονίκη μου» (Νίκος Μωραϊτόπουλος – Τιμολέων Μωραϊτόπουλος / Νίκος Μωραϊτόπουλος)

1987
Α’ βραβείο: «Καληνύχτα παιδί» (Γιάννης Γαρδέλης / στ: Σέβη Τηλιακού – μ: Χρήστος Κωνσταντινίδης)

1988
Α’ βραβείο: «Ερωτικό σύμπλεγμα» (Ματούλα Λάμπρου – Αθηνά Λάμπρου / στ: Ευαγγελία Παπαμιχαήλ – μ: Αθηνά Λάμπρου)

1989
Α’ βραβείο: «Μοιρολόι» (Ελένη Μιχαλοπούλου / Βασίλης Τσερέλης)

Α’ βραβείο: «Μοναξιά» (Γιάννης Δημητράς / Γιώργος Πιας – Κώστας Πρέντας) (Το βραβείο ακυρώθηκε επειδή το τραγούδι είχε από πριν κυκλοφορήσει στην αγορά)

1991
Α’ βραβείο: «Ερωτικό» (Ανθή Τατσιούλη / στ: Πέλλα Γρηγοριάδου – μ: Ανθή Τατσιούλη)

1992
Α’ βραβείο: «Δακρύζω» (Δημήτρης Νέζερίτης / στ: Μιχάλης Τουτουντζής – μ: Κώστας Παπαϊωάννου)

1993
Α’ βραβείο: «Απόψε άργησα» (Κώστας Βρεττός – Γεωργία Ψωμά / Χρήστος Παπαδόπουλος – Αναστασία Δαραβίγκα)
1994
Α’ βραβείο: «Το μυστικό» (Κατερίνα Σιάπαντα – Χρήστος Μιχαηλίδης / στ: Έλσα Αμανατίδου – μ: Μανώλης Χρυσοστομίδης)

1995
Α’ βραβείο: «Δακρυσμένο φεγγάρι» (Σούλα Σταύρου / Βαγγέλης Σίμος)

1996
Α’ βραβείο: «Θεσσαλονίκη» (Πυροβάτες (Βασίλης Τσερέλης – Πέτρος Kαραλής) / Βασίλης Τσερέλης)

1997
Α’ βραβείο: «Σαν παραμύθι ελληνικό» (Νίκος Καραγιάννης / Δέσποινα Ασλανίδου – Γιώργος Τσαντήλας)

2005
Α’ βραβείο: «Ξένο ρούχο» ( Σταυρούλα Αρβανιτοπούλου/ στ.: Χρήστος Σταυρακούδης – μ.: Δημήτρης Λίβανος)

2006
Α’ βραβείο: «Της Άρνης το νερό» (Σταύρος  Σιόλας/ Σταύρος Σιόλας)




2007
Α’ βραβείο: «Αγάπη είναι» ( Κόμης Χ-Βασιλική Αλεξίου / στ.: Κόμης Χ - μ.: Diveno)

2008
Α’ βραβείο: «Φανταστικό τανγκό» (Αλέξανδρος Γούδας / μ., στ.: Αλέξανδρος Γούδας)



 

5/2/13

«Môme Piaf» (μικρό σπουργίτι).

 Εντίθ Πιάφ (Édith Piaf)






Γαλλίδα τραγουδίστρια, ίσως η πιο σημαντική παρουσία στη γαλλική σκηνή των βαριετέ,
που το πραγματικό της όνομα ήταν Εντίθ Τζοβάνα Γκασιόν (Édith Giovanna Gassion),
γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου 1915 και έφυγε στις 11 Οκτωβρίου 1963.
Εγραψε και ερμήνευσε άπειρα τραγούδια, αλλά το "La vie en rose" (1946) και το "Non, je ne regrette rien" (1960),
εκτόξευσαν τη φήμη της παγκοσμίως, ενώ την κατέστησαν την πιο δημοφιλή τραγουδίστρια της Γαλλίας.




Ο πατέρας της, Λουί Αλφόνς Γκασσιόν, ήταν ακροβάτης του δρόμου και η μητέρα της, Ανιτά Μεγιάρ
(Anita Maillard), ήταν λυρική τραγουδίστρια, γνωστή με το ψευδώνυμο Line Marsa.
Τα δύο πρώτα χρόνια της ζωή της τα έζησε κοντά στη μητρική της γιαγιά αφού η μητέρα της
λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή της την εγκατέλειψε.
Το 1917 ο πατέρας της, που εργαζόταν ως ακροβάτης στο τσίρκο Ciotti, την πήγε στη δική του μητέρα,
η οποία ζούσε στο Μπερνέ (Bernay) της Νορμανδίας και ήταν ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής.
Το 1919 η Εντίθ αρρωσταίνει από κάποια πάθηση στον εγκέφαλο και τυφλώνεται.
Μετά από δύο χρόνια όμως θεραπεύεται χωρίς τη βοήθεια γιατρού και η όρασή της επανέρχεται.

Ήταν εφτά χρονών, όταν ο πατέρας της άρχισε να την παίρνει μαζί του στις περιοδείες που έκανε με το τσίρκο και γυρνά μαζί του όλη τη Γαλλία.
Αν και ο πατέρας της ήθελε να την κάνει ακροβάτη, γρήγορα κατάλαβε πως η κόρη του είχε
"όλο το ταλέντο στο λαιμό και καθόλου στο κορμί"
όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος.
 




Στα 15, έχοντας ανακαλύψει τη θαυμάσια φωνή της, εγκατέλειψε τον πατέρα της για να ζήσει στο Παρίσι, τραγουδώντας στους δρόμους.
Στα 17, συναντά τον Λουί Ντυπόν (Louis Dupont), ζουν μαζί και φέρνουν στη ζωή ένα κοριτσάκι, για να το χάσουν δυο χρόνια αργότερα από από μηνιγγίτιδα.
Εκείνη συνεχίζει να τραγουδά στους δρόμους της Πιγκάλ, όπου και γνωρίζει τον Λουί Λεπλέ (Louis Leplée), διευθυντή ενός κομψού παρισινού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία.
Μαγεμένος από τη φωνή της υπογράφει συμβόλαιο μαζί της και τη βαφτίζει «Môme Piaf» (μικρό σπουργίτι).
Το 1935 κυκλοφορεί ο πρώτος της δίσκος, αλλά λίγο αργότερα ο μέντοράς της Λεπλέ δολοφονείται και η ίδια κατηγορείται
πως γνωρίζει τον δολοφόνο αλλά δεν τον καταδίδει.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου και τη γερμανική κατοχή, δίνει συναυλίες για αιχμάλωτους πολέμου.






Γύρω στα 23 της είναι πια μια μεγάλη προσωπικότητα και γυρνάει την πρώτη της ταινία που θριαμβεύει.
Από τότε συνεχίζει μια πετυχημένη καριέρα και κάνει μια έντονη ζωή, δίπλα σε αρκετούς συντρόφους.
Στα 30 της ερωτεύεται τον Υβ Μοντάν και αναλαμβάνει να στήσει την καριέρα του.
Στα τέλη του 1945, γράφει μόνη της την τεράστια επιτυχία της La vie en rose, που στην αρχή περνά αδιάφορη,ενώ στη συνέχεια και
καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της γράφει περίπου 80 τραγούδια.






Στη Νέα Υόρκη, ερωτεύεται τον βασιλιά του μπόξ, Μερσέλ Σερντάν και ζουν ένα από τα πιο φημισμένα ρομάντζα της εποχής,αλλά ο ξαφνικός θάνατος του
σε αεροπορικό δυστύχημα, το 1949, βυθίζει την Πιάφ σε κατάθλιψη.
Το 1951 έχει δύο σοβαρά τροχαία, ενώ μετά το δεύτερο οι γιατροί της δίνουν για καιρό μορφίνη, στην οποία εθίζεται.
Το 1952, παντρεμένη με τον τραγουδιστή Ζακ Πιλ, στην πεντηκοστή τουρνέ της στην Αμερική, σε κάποια ρεσιτάλ της συνοδεύεται
στο πιάνο από τον νεαρό τότε Ζιλμπέρ Μπεκό. Εκείνη την εποχή ακολουθεί πολλές θεραπείες αποτοξίνωσης, μα οι ουσίες την έχουν καταβάλει.
Παρ’ όλα αυτά κάνει εξαιρετικές ηχογραφήσεις.





Τα επόμενα 2 χρόνια μένει κλεισμένη σπίτι της σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, μέχρι το 1955, που μαθαίνει
πως θα τραγουδήσει στο θέατρο Ολυμπιά και με αφάνταστη ενέργεια δίνει μια εξαιρετική παράσταση.
Χωρίζουν με τον Πιλ το 1956. Με μεγάλο ζήλο κάνει άλλη μια περιοδεία στην Αμερική και είναι πια μια διεθνής σταρ. Το 1958 ζει
μια ακόμα έντονη σχέση δίπλα στον νεότερο τραγουδιστή και συνθέτη Ζωρζ Μουστακί, ο οποίος το 1959 συνθέτει γι αυτήν το τραγούδι Milord που κυκλοφόρησε το 1960 και λίγο αργότερα γνώρισε μεγάλη επιτυχία.





Σ' ένα κονσέρτο στη Στοκχόλμη, στα τέλη της δεκαετίας του '50, καταρρέει επάνω στην πίστα και η διάγνωση των γιατρών είναι ανίατος καρκίνος.
Η Πιάφ δεν πτοείται και συνεχίζει να εμφανίζεται κάνοντας περιοδείες όπως και πριν, συνοδευόμενη όμως από μια νοσοκόμα που της χορηγεί μορφίνη
για τους πόνους.
Το 1960, τραγουδά με επιτυχία το «Non, Je Ne Regrette Rien» (Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα) του Σαρλ Ντυμόν και συνεχίζει να θριαμβεύει
τραγουδώντας, παρότι συχνά τρεκλίζει και παραπατά στη σκηνή. Το καλοκαίρι του 1961, γνωρίζει τον κατά πολύ νεότερό της, τελευταίο της έρωτα,
τον Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, που τον βαπτίζει "Τεό Σαγαπό" και τον παντρεύεται τον Οκτώβριο του 1962
(στα 46 της εκείνη και 26 εκείνος). Εκείνο το καλοκαίρι παίρνει επίσης το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας Charles Cros για το σύνολο της καριέρας της.



Η Πιάφ κι ο Τεό Σαγαπό


Η Εντίθ Πιάφ σβήνει στις 11 Οκτωβρίου του 1963, μόλις στα 48 της χρόνια στο Plascassier, κοντά στο Grasse από κίρρωση.
Ο σύζυγός της μεταφέρει την ίδια μέρα του θανάτου της τη σορό της
στη «δική της πόλη», το Παρίσι. Ο τάφος της βρίσκεται στο παρισινό κοιμητήριο Περ Λασέζ.
Στο Παρίσι υπάρχει επίσης ένα μουσείο με το όνομά της (Musée Edith Piaf), στο οποίο μπορεί κανείς να δει διάφορα προσωπικά αντικείμενα της καλλιτέχνιδας,
όπως ένα από τα φορέματά της και την συλλογή από πορσελάνες της.



Musée Edith Piaf




Το 2006 ο Ολιβιέ Νταάν (Olivier Dahan) γυρίζει τη ζωή της Γαλλίδας τραγουδίστριας σε ταινία με τίτλο "La Môme" (το νεαρό κορίτσι).
Στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο»,47 χρόνια μετά το θάνατό της ο Αλέν Ντελόν, ο οποίος την γνώριζε προσωπικά,
συνέγραψε και ανέβασε μια μουσική παράσταση με τίτλο "Edith Piaf, Une Vie en Rose et Noir" (Εντίθ Πιαφ, μια ζωή σε ροζ και μαύρο), η οποία
στη παγκόσμια περιοδεία της ήρθε και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη το 2010 και 2011 αντίστοιχα.




Στις 17 Δεκεμβρίου 2008,στον οίκο «Π. Βέργος» δημοπρατήθηκε μια ερωτική επιστολή που φέρει την υπογραφή της και δείχνει ότι η Γαλλίδα ερμηνεύτρια
ήταν διατεθειμένη να τα παρατήσει όλα
για να βρίσκεται κοντά στον Δημήτρη Χορν. Στο θέμα έδωσε μεγάλη δημοσιότητα και ο βρετανικός Τύπος.Ο Δημήτρης Χορν λέγεται ότι είχε συναντήσει
την Πιαφ μετά την sold-out εμφάνισή της στο θέατρο Κοτοπούλη, στην Αθήνα.Τα αισθήματά της
για τον Δημήτρη Χορν φαίνεται πως έμειναν χωρίς ανταπόκριση.

Πληροφορίες: wikipedia
εφημ Καθημερινη






19/1/13

« Η βασίλισσα της τζαζ».

Ρένα Βλαχοπούλου


Γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα. Ο πατέρας της, Γιάννης Βλαχόπουλος, ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού ενώ η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη κάποιας υπηρέτριας που εργαζόταν στο σπίτι των Βλαχόπουλων. Οι γονείς της αγαπήθηκαν και, παρά τις αντιδράσεις της οικογένειας του νέου που τον αποκλήρωσε, παντρεύτηκαν κι έκαναν εννιά παιδιά.Με τον πατέρα της πήγαινε συχνά επίσκεψη στον αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη όπου υπήρχε πιάνο αλλά και μια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Εκεί θα έχει την πρώτη της επαφή με τη μουσική και το τραγούδι.

Σε ηλικία 16 χρονών, τραγούδησε για πρώτη φορά σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Σπιανάδας, όπου το 1938 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ Κώστα Βασιλείου. Μαζί μετακόμισαν στην Αθήνα όπου παντρεύτηκαν το καλοκαίρι του επόμενου έτους. Τότε, στο βαριετέ "Όασις", στο Ζάππειο, όπου ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες, η Ρένα δοκίμασε τις ικανότητές της στο τραγούδι. Εντυπωσίασε τον Τραϊφόρο, που της ζήτησε να τραγουδά εκεί μονίμως. Πράγματι, την άλλη μέρα πήγε να τραγουδήσει στο βαριετέ φορώντας δανεική τουαλέτα, που την πάτησε και έπεσε κάτω.
Σημείωσε επιτυχία τραγουδώντας τη "Μικρή Χωριατοπούλα",και λίγους μήνες αργότερα, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, το τραγούδι διασκευάζεται από τον Γιώργο Οικονομίδη και γνωρίζει ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία ως Κορόιδο Μουσολίνι.
Το 1940, λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Τότε σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της. Με τον Βασιλείου χώρισε και το 1942 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλο.




Τότε ξεκίνησε συνεργασία με τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο στο "Πάνθεον" που της έγραψε τραγούδια τζαζ, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία. Εξ αιτίας αυτού ο Τύπος την αποκάλεσε «βασίλισσα της τζαζ».
Το τραγούδι Θα σε πάρω να φύγουμε, που τραγούδησε για πρώτη φορά στο Σινέ Νιους στην επιθεώρηση Welcome των Αλέκου Σακελλάριου - Δημήτρη Ευαγγελίδη ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα.

Στο διάστημα 1946-51 περιόδευσε με τον Σπάρτακο στο εξωτερικό ξεκινώντας από τη Μέση Ανατολή (Λίβανος, Περσία) και καταλήγοντας στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας δέχτηκε την πρόσκληση του Σάχη της Περσίας για να τραγουδήσει στα ανάκτορα: η πριγκίπισσα Σοράγια, γοητευμένη από τη φωνή της Ρένας, θα της χαρίσει και ένα μενταγιόν. Τη βοηθά ιδιαίτερα το γεγονός ότι μιλά πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και με εξαιρετική προφορά.



Η πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο ως ηθοποιού και όχι ως τραγουδίστριας έγινε το καλοκαίρι του 1954 στο θέατρο της Σοφίας Βέμπο, στην επιθεώρηση "Σουσουράδα" (κείμενα Μίμη Τραϊφόρου-Γιώργου Γιαννακόπουλου, μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, χορογραφίες Γιάννη Φλερύ-Αλίκης Βέμπο) με το νούμερο "Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια". Μαζί της ήταν ο Νίκος Σταυρίδης. Η ίδια είπε αργότερα:
Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλώς έτυχε να με δουν. Πίστεψαν από την αρχή ότι ήμουν καλή. Εγώ δεν το πίστευα. Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω! Φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω, λέω στον Τραϊφόρο. Ο κόσμος χειροκροτούσε να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα. Ξαφνικά με πιάνει ο Τραϊφόρος και με σπρώχνει στη σκηνή. Βγήκα, το νούμερο χάλασε κόσμο. Στη συνέχεια μου έδωσαν κι άλλα νούμερα και καθιερώθηκα ως ηθοποιός.

Αν και το 1953 εμφανίστηκε στην τουρκική ταινία Ανατολίτικες νύχτες, όπου λέγεται ότι τραγούδησε το Θα σε πάρω να φύγουμε (η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα), η κινηματογραφική της καριέρα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1956 με την ταινία Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες. Η ταινία θα έχει μεγάλη επιτυχία, ξεπερνώντας τα 100.000 εισιτήρια.


ο 1959, στο Πρώτο Φεστιβάλ Τραγουδιού του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγούδησε το Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας των Κώστα Καπνίση - Θάνου Σοφού. Το 1960, ντουέτο με τον Γιάννη Βογιατζή, τραγούδησαν το Πρώτο χελιδόνι. Ηχογράφησε αρκετά τραγούδια για τη δισκογραφία αλλά και για τις εκπομπές του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, τραγουδώντας Αττίκ, Ιακωβίδη, Σπάθη, Κατσαρό, Μωράκη, Πλέσσα, Μουζάκη και Μάνου Χατζιδάκι. Παράλληλα εμφανίστηκε σε επιθεωρήσεις και σε νυχτερινά.
Το 1962 έπαιξε στην ταινία Μερικοί το προτιμούν κρύο του Γιάννη Δαλιανίδη. Αν και ο Φίνος είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή της στην ταινία αυτή, ο Δαλιανίδης επέμεινε και δικαιώθηκε. Η ταινία ήταν μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς 1962-63 με περισσότερα από 200.000 εισιτήρια και καθιέρωσε τη Ρένα Βλαχοπούλου ως σταρ του μιούζικαλ. Σ' αυτήν η Ρένα ερμήνευσε δύο μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες το: Σαν ξημερώνει Κυριακή ντουέτο με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και το περίφημο Έχω στενάχωρη καρδιά.
Το 1963 πρωταγωνίστησε στις ταινίες Ένα κορίτσι για δύο (500.000 εισιτήρια) και Κάτι να καίει (750.000 εισιτήρια, πρώτη εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις).
Ακολουθούν το 1964 οι ταινίες Η χαρτοπαίχτρα (μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, 600.000 εισιτήρια, τρίτη ταινία εκείνη τη χρονιά σε εισπράξεις, μαζί με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, Σαπφώ Νοταρά, Κώστα Βουτσά) και Κορίτσια για φίλημα (750.000 εισιτήρια, πρώτη ταινία σε εισπράξεις εκείνη τη χρονιά, στην οποία τραγούδησε σε μουσική Μίμη Πλέσσα τις επιτυχίες Κοντά σου, Ελλάδα μου, Γελά γαλάζιος ο ουρανός, H Αθήνα τη νύχτα. Το 1965 πρωταγωνίστησε στις ταινίες Φωνάζει ο κλέφτης και Ραντεβού στον αέρα, με τους Κώστα Βουτσά, Ελένη Προκοπίου, Μάρθα Καραγιάννη, κ.α.. Στην τελευταία, η Βλαχοπούλου πρωταγωνίστησε σε διπλό ρόλο ενσαρκώνοντας τη «Τζένη Σταθάτου» καθώς και τον εαυτό της.  




     Tο 1966 γύρισε τη Βουλευτίνα και το 1967 το Βίβα Ρένα υποδυόμενη σε διπλό ρόλο την άπορη και άσημη λαϊκή τραγουδίστρια «Ρένα Παπαλιού» και τη διεθνούς φήμης Ιταλίδα τραγουδίστρια «Πεπίτα Ντι Κορφού». Το 1968 υποδύθηκε τη "Ζηλιάρα" στην ομώνυμη ταινία, μια γυναίκα που ζηλεύει παθολογικά, χωρίς λόγο και αιτία, τον σύζυγο της. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν με συμπρωταγωνιστή και κινηματογραφικό «θύμα σύζυγο» τον Νίκο Σταυρίδη που, για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους, αποχώρησε και ολοκληρώθηκαν με τον Γιώργο Κωνσταντίνου.

Ακολούθησαν το 1970 οι ταινίες Μια τρελή σαραντάρα και Η θεία μου η χίπισσα, το 1971 οι Μια Ελληνίδα στο χαρέμι και Ζητείται επειγόντως γαμπρός (σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου) και το 1972 η Κόμισσα της Κέρκυρας και η Η Ρένα είναι οφσάιντ του Αλέκου Σακελλάριου (190.000 εισιτήρια). Στις ταινίες τής άρεσε, παραβιάζοντας το σενάριο, να αυτοσχεδιάζει. Από το 1972 ο ελληνικός κινηματογράφος εισήλθε σε περίοδο παρακμής, λόγω κυρίως της τηλεόρασης.

Επανήλθε στον κινηματογράφο το 1979 με τις "Φανταρίνες" του Ντίμη Δαδήρα (300.000 εισιτήρια). Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Σκούρτης διασκεύασε σε μουσική κωμωδία με τίτλο Λυσιστράτη '79 τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 1979 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Ακολούθησαν οι ταινίες: το 1980 Ρένα να η ευκαιρία (250.000 εισιτήρια), το 1981 Της πολιτσμάνας το κάγκελο (σκην. Κώστα Καραγιάννη, 200.000 εισιτήρια), το 1982 Η μανούλα, το μανούλι κι ο παίδαρος (150.000 εισιτήρια), το 1983 Η σιδηρά κυρία (σκην. Τάκη Βουγιουκλάκη). Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου του 1984 στο θέατρο του Λυκαβηττού τραγούδησε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό, τιμώντας τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο για τα 50 χρόνια της καριέρας του στην ελληνική μουσική, όπου με το χιούμορ της, την κινησιολογία της και τις φωνητικές της ικανότητες η Βλαχοπούλου ερμήνευσε διάφορες επιτυχίες, χειροκροτούμενη θερμά.




Το 1985 πρωταγωνίστησε, για τελευταία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο, στην ταινία Ρένα τα ρέστα σου (σκην. Α. Σακελλάριου). Ακολούθησαν συμμετοχές σε εννέα βιντεοταινίες, από το 1986 ως το 1990. Σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδινε κατά καιρούς δήλωσε:
Έκανα και εγώ τα λάθη μου, όπως και οι άλλοι της γενιάς μου. Παρασυρθήκαμε από τη μόδα της εποχής. Το βίντεο σαν καινούργιο μέσο ήταν πρωτόγνωρο και βέβαια έκανε θραύση. Οι ταινίες πουλούσαν σαν τρελές στα βίντεο κλαμπ. Όμως εμείς που είχαμε κάνει κινηματογράφο δεν έπρεπε να παρασυρθούμε και να δεχτούμε να γυρίσουμε ταινίες που δεν είχαν καμία σχέση με τις κινηματογραφικές. Ευτυχώς δεν καταγραφήκανε στη συνείδηση του κόσμου, έμειναν οι κλασσικές ταινίες του Φίνου!

Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο Βίβα Ρένα από τις εκδόσεις "Άγκυρα" με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα, ενώ η γενέτειρά της Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις Τέχνες.




Μέσα στα 55 χρόνια δράσης της συμμετείχε σε περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1939 έως το 1994 και 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985. Στην ιδιωτική της ζωή όταν κάποιος της ζητούσε να αφηγηθεί κάτι κωμικό, ένιωθε προσβεβλημένη και αυτό γιατί αυτομάτως την υποτιμούσαν από καλλιτέχνιδα σε καραγκιόζη. Τότε σε αυτές τις περιπτώσεις απαντούσε με το μοναδικό και πρότυπο κερκυραϊκό της τρόπο:
" Μωρή αϊ στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό. Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω! "

Πέθανε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε μπει στο Ιατρικό Κέντρο στις 16 Ιουλίου για να εγχειριστεί επειδή υπέστη διάτρηση στομάχου που οφειλόταν σε υποτροπή του ζαχάρου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου αιφνίδια ανακοπή καρδιάς. Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Το Σάββατο 31 Ιουλίου του 2004 η κηδεία της πραγματοποιήθηκε από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας "Μάντζαρος" που ήρθε από την Κέρκυρα, με παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά ως ένδειξη πένθους.